- Πολιχνίται
- οι, Αοι κάτοικοι τής Πολίχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πολίχνη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. Αρεοπαγ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολιχνιτέων — Πολίχνιται masc gen pl (epic ionic) Πολιχνῑτέων , Πολιχνῖται fort masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιχνιτῶν — Πολίχνιται masc gen pl Πολιχνῑτῶν , Πολιχνῖται fort masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιχνίταις — Πολίχνιται masc dat pl Πολιχνί̱ταις , Πολιχνῖται fort masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)